- παραξενιάζω
- αμετ. становиться странным, чудаковатым, приобретать причуды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραξενιάζω — [παραξενιά] γίνομαι παράξενος, ιδιότροπος, παραξενεύω … Dictionary of Greek
παραξενιάζω — παραξένιασα, γίνομαι παράξενος, ιδιότροπος: Όσο γερνά η γιαγιά, τόσο παραξενιάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποχοντριάζω — υποχοντρίασα, αμτβ., έχω υποχοντρία (βλ. λ.), γίνομαι υποχοντριακός (βλ. λ.), παραξενιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)